- αεροναυπηγός
- οο επιστήμονας που ασχολείται με την αεροναυπηγική, δηλ. με την ανάπτυξη, σχεδίαση, κατασκευή και δοκιμή αεροσκαφών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροναυπηγικός — ή, ό [αεροναυπηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροναυπηγική 2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυπηγική* … Dictionary of Greek
Ντε Χάβιλαντ, Τζέφρι — (Jefrey de Havilland, Χάσλεμερ, Σάρεϊ 1885 – Λονδίνο 1965). Άγγλος αεροναυπηγός και μηχανικός. Υποστήριξε με πίστη τις πρωτοποριακές εξελίξεις της αεροναυτικής και το 1910 πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση με αεροπλάνο που σχεδίασε ο ίδιος. Προς … Dictionary of Greek
Πικάρ, Oγκίστ — (Piccard, Βασιλεία 1884 – Λοζάνη 1962). Ελβετός μηχανικός, πρωτοπόρος στην εξερεύνηση της υψηλής ατμόσφαιρας και του θαλάσσιου βυθού. Πήρε το δίπλωμά του στη Βασιλεία, όπου και άρχισε να διδάσκει· αργότερα ανέλαβε έδρα στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης … Dictionary of Greek
Σικόρσκι, Ιγκόρ — Αμερικανός αεροναυπηγός ρωσικής καταγωγής (Κίεβο 1889 Στάτφορντ, Κοννέκτικατ 1972). Σχεδίασε και κατασκεύασε, το 1908 διάφορους τύπους αεροπλάνων και το 1909 έναν τύπο ελικόπτερου χωρίς επιτυχία. Το 1913 κατασκεύασε το πρώτο τετρακινητήριο στον… … Dictionary of Greek